οίγω

οίγω
οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἴγω στόμα» — ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Πολλοί θεωρούν αρχικό τ. το λεσβ. ὀείγω (< *[F]είγω), στη μηδενισμένη βαθμίδα τού οποίου ανάγεται το ομηρικό ὠίγννυτο (< *[F]ιγνυται, *[F]ίγνυτο). Κατά την ίδια άποψη, οι τ. ἀναοίγεσκον, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε πρέπει να αναχθούν σε αμάρτυρους αρχικούς τ. *ἀν-ο-Fείγεσκον, *ἀν-όFειγε, *ἀν-ό-Fειξε (πρβλ. και επείγω), όπου το -ο- είναι πρόθεση ή πρόθημα (πρβλ. -[ΙΙ]). Οι αττ. τ., πάντως, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε προϋποθέτουν θ. -Fοιγ- και αύξηση - (* ἀν-η-Fοιγ-) και ο τελικός σχηματισμός τους σε αν-έ-ῳγ- οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τύπων όπως ἐᾱγην (< *ηFᾰγ-), ἑᾱλων (< *ηFᾰλ-), ἐώρων (< *ηFορ-), που προέρχονται από αντιμεταχωρηση. Σε ρίζα Fειγ-, Fιγ- εκτός από τα ελλ. οἴγω, ὀείγω θα μπορούσαν να αναχθούν τα αρχ. ινδ. vijate, vejate «απωθώ, απομακρύνω» και vega «βίαιη κίνηση». Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η αρχική σημ. τών οἴγω / οἴγνυμι ήταν «ωθώ, σπρώχνω», από όπου «ανοίγω την πόρτα». Από τους τ. οἴγω και οἴγνυμι ο θεματικός ενεστ. οἴγω είναι αρχαιότερος. Το ρ. οἴγω, τέλος, εμφανίζεται συχνότερα συνθ. με την πρόθεση ἀν(ά). Βλ. και λ. ανοίγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οἴγω — open pres subj act 1st sg οἴγω open pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴξει — οἴγω open aor subj act 3rd sg (epic) οἴγω open fut ind mid 2nd sg οἴγω open fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴξω — οἴγω open aor subj act 1st sg οἴγω open fut ind act 1st sg οἴγω open aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔῳγε — οἴγω open perf imperat act 2nd sg οἴγω open perf ind act 3rd sg οἴγω open imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔῳγεν — οἴγω open plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) οἴγω open perf ind act 3rd sg οἴγω open imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰγομένων — οἴγω open pres part mp fem gen pl οἴγω open pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴγει — οἴγω open pres ind mp 2nd sg οἴγω open pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴγνυμεν — οἴγω open pres ind act 1st pl οἴγω open imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴξατε — οἴγω open aor imperat act 2nd pl οἴγω open aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶγε — οἴγω open pres imperat act 2nd sg οἴγω open imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”